Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Σα και μένα, περίεργο και μπερδεμένο..

Ήταν φθινόπωρο, εκεί που όλοι πεθαίνουν και μελαγχολούν εγώ άρχισα να ζω, να αναπνέω να υπάρχω.


Ένιωθα σαν να είχα θεϊκές δυνάμεις στα χέρια μου και μπορούσα να κάνω ότι θέλω. Έτσι πήρα το θάρρος και βγήκα έξω και άρχισα να τρέχω στη βροχή και να ουρλιάζω σαν λιοντάρι με όση δύναμη μπορούσα. Έτρεχα όλο και πιο γρήγορα, και πιο γρήγορα μέχρι που έφτασα στη γέφυρα, μόλις που περνούσε το τρένο και τον είδα εκεί, στο τρένο, να μου χαμογελάει ειρωνικά. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως είχα χάσει το παιχνίδι. Μα τι δειλός που ήμουν. Αμέσως έβαλα τα κλάματα, ήταν δάκρυα μίσους που δεν φαινόντουσαν στη βροχή, τα χέρια μου ήταν έτοιμα να γκρεμίσουν τα πάντα από την οργή μου, το σώμα μου έτρεμε ολόκληρο και έκλεισα τα μάτια μου για δευτερόλεπτα και απλά σκέφτηκα, τι έχανα.....

Τετάρτη, 31 Σεπτεμβρίου, ώρα 20:32

Ξημέρωσε πάλι, ένα ζεστό καφέ στα γρήγορα και ένα κασκόλ στο λαιμό και φύγαμε για τη δουλειά μέσα στο κρύο. Στεγνά χείλη και κασκόλ γίνονται ένα και το σώμα να τουρτουρίζει ολόκληρο από το κρύο. Μόλις έφτασα στο μαγαζί, ίδιοι και ίδιοι πελάτες που έχουν χάσει το ενδιαφέρον μου και αυτοί. Με λίγο γράψιμο και διάβασμα περνάει η ώρα. Πήγε κιόλας 16:00, σε μισή ώρα σχολάω και όπου να 'ναι θα έρθει και η καινούργια κοπέλα για το μαγαζί. Ελπίζω να είναι φιλική. Α να, μόλις ήρθε, συστηθήκαμε και της έδειξα γρήγορα που είναι το καθετί. Ήταν όντως πολύ φιλική και πολύ γοητευτική ταυτόχρονα. Μπλε μάτια, μελαχρινή και ένα πολύ ωραίο ντύσιμο αρκούν για να τραβήξεις την προσοχή κάποιου. Φεύγοντας στο δρόμο σκεφτόμουν ότι έκανα μόνο μια απόδειξη σήμερα, το χειρότερό μου. Πάλι καλά ήρθε και εκείνο το ευτυχισμένο ζευγάρι το πρωί και πήραν πολλά, η κοπέλα δηλαδή γιατί το αγόρι δεν ήξερε τίποτα από αυτά. Είχε ένα πολύ περίεργο και ιδιαίτερο στυλ, και το χαμόγελό της σου έφτιαχνε τη διάθεση. Για μια στιγμή κόλλησα αλλά τελικά τίποτα το ιδιαίτερο..

Δευτέρα, 1 Σεπτεμβρίου, ώρα 17:14

"Γεια σου, θα τα πούμε αύριο". Αμέσως έβαλα το παλτό μου και πήγα μια βόλτα στο πάρκο δίπλα στο μαγαζί. Τα ξεραμένα πορτοκαλί φύλλα του φθινοπώρου ήταν παντού. Όλα τα παγκάκια άδεια εκτός από ένα. Από μακριά έβλεπα μόνο μια κοπέλα να διαβάζει ένα βιβλίο και ο αέρας να παίρνει τα μαλλιά της από δω και από κει. Πλησίαζα σιγά σιγά ώσπου είδα το πρόσωπό της. Κάτι μου θύμιζε αυτό το τόσο όμορφο πρόσωπό αλλά δε μπορούσα να καταλάβω τι, αμέσως κρύφτηκα πίσω από ένα μεγάλο δέντρο και την κοιτούσα ξανά και ξανά. Μόνο από ένα χαμόγελό της τα θυμήθηκα όλα. Μου έφτιαξε τη διάθεση και πήρα το θάρρος να πάω να της μιλήσω. Έκατσα δίπλα της και την κοίταζα προσεκτικά που διάβαζε το βιβλίο. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από το βιβλίο, μου είπε "μην μιλήσεις, απλά σκέψου". Εκείνη την στιγμή χάθηκα, έφυγε το χαμόγελο από τα χείλη μου και δεν ήξερα τι να της πω. Γύρισε με κοίταξε, χαμογέλασε και πήρε το κασκόλ από το λαιμό μου για να το φορέσει. "Κάποια μέρα θα γίνει όλο δικό σου, αλλά τώρα πρέπει να φύγω", μου είπε και έφυγε βιαστικά. Χωρίς να έχω πει ούτε μια κουβέντα απλά προσπαθούσα να καταλάβω τι έγινε. Το βράδυ στο σπίτι δεν μπορούσα να κοιμηθώ, την σκεφτόμουν συνέχεια και έσπαγα το κεφάλι μου να συμπεράνω τι μου είχε πει. Κανένα συμπέρασμα. Άρχιζα να ρωτάω των εαυτό μου όλο το βράδυ, μήπως έχει σημασία αυτό που νιώθω και όχι αυτά που ειπώθηκαν..?

Τρίτη, 9 Σεπτεμβρίου, 3:46

Η βροχή δυνάμωνε και το κρύο είχε παγώσει όλο μου το σώμα. Βγήκα στο δρόμο και πήρα ένα ταξί για να πάω στην επόμενη στάση του τρένου όσο πιο γρήγορα γινόταν. Στο δρόμο δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα παρά μόνο το πρόσωπό της. Μόλις βγήκα από το ταξί άρχισα να τρέχω στο σταθμό του τρένου όπου υπήρχαν πολλοί ταξιδιώτες. Το πλήθος ήταν σαν να καθόταν εμπόδιο στο προορισμό μου. Με καθυστερούσε. Το τρένο μόλις είχε φτάσει, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ξέφυγα από το πλήθος και έτρεξα να μπω στο τρένο. Μόλις τα κατάφερα. Κοίταζα αριστερά και δεξιά σε κάθε βαγόνι ώσπου την είδα, ήταν όρθια στη μέση του τελευταίου βαγονιού. Όταν με κοίταξε, πάγωσε. Με κοίταζε στα μάτια σαν να μην πίστευε πως ήμουν εκεί. Άρχισα με μικρά βήματα να πηγαίνω προς το μέρος της. Ήθελα να της πω τόσα πολλά, να της πω επιτελούς όλα αυτά που δε μπορούσα να της πω ποτέ, αλλά δεν ήξερα από που να αρχίσω. Μόλις έφτασα κοντά της ήθελα απλά να τη φιλήσω, να γευτώ τα χείλη της. Και έτσι έγινε. Όπως τη φιλούσα ένιωθα ότι είχα μπει στο σώμα της, ότι μπορούσα να κάνω τα πάντα. Ένιωθα ότι τίποτα στο κόσμο δεν έχει αξία πια, ότι όλα όσα είχα ζήσει ήταν ψεύτικα και μόνο αυτό αληθινό. Ότι το επίκεντρο της γης ήμασταν εμείς. Ένιωθα ότι... ότι ήθελα να παγώσω το χρόνο, αυτή τη στιγμή, και τους δυο μας για πάντα, σαν μια φωτογραφία.
Ξαφνικά νιώθω δυο χέρια στους ώμους μου να με τραβάνε προς τα πίσω. Το τρένο σταμάτησε και ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από το τρένο. Γύρισα να κοιτάξω και είδα έναν τύπο να μου φωνάζει με νεύρα. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός που έβγαινε τόσο καιρό μαζί της και που μου χαμογελούσε ειρωνικά. Δεν έδωσα σημασία. Γύρισα, την έπιασα από το χέρι και τρέξαμε προς τα έξω. Βγήκαμε έξω τη τελευταία στιγμή όπου οι πόρτες έκλεισαν και το τρένο έφυγε για τον επόμενο σταθμό. Ήμουν τόσο χαρούμενος που η δυνατή βροχή και το τσουχτερό κρύο ήταν ένα τίποτα πια. Έξω από το σταθμό πήραμε ένα ταξί με προορισμό το μαγαζί μου. Στο δρόμο δεν αλλάξαμε κουβέντα, απλά κοιταζόμασταν με χαρά. Ήταν σαν να διάβαζε τα πάντα ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Μόλις βγήκαμε από το ταξί και πηγαίναμε προς το μαγαζί με σταμάτησε από το χέρι απότομα και μου φάνηκε σαν κάτι να ήθελε να μου πει και πριν μιλήσει της είπα "μην μιλήσεις, απλά σκέψου". Μου χαμογέλασε και άρχισε να με φυλάει με δύναμη και πάθος μέσα στη βροχή.

Τετάρτη, 31 Σεπτεμβρίου, ώρα 23:52